- Δαμιέτη
- (DumyatDamietta). Πόλη (περ. 90.000 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (589 τ. χλμ., 914.614 κάτ.) της Κάτω Αιγύπτου. Η πόλη είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, στο βορειοδυτικό άκρο της λίμνης Μενζάλας και σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων από τη Μεσόγειο. Η Δ., που αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο με την ονομασία Ταμίαθις, είχε χτιστεί τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και γνώρισε μεγάλη ακμή έως τον 19o αι., οπότε μειώθηκε η εμπορική της σημασία εξαιτίας του ανταγωνισμού με τα λιμάνια της Αλεξάνδρειας και του Πορτ Σάιντ. Το 640 η Δ. κυριεύτηκε από τις δυνάμεις του Αμρ ιμπν ελ Άας και από τότε δέχτηκε συχνά τις επιθέσεις των βυζαντινών στρατευμάτων και των Σταυροφόρων. Σήμερα αποτελεί ακτοπλοϊκό και αλιευτικό λιμάνι και διαθέτει βιομηχανία αποφλοίωσης ρυζιού και βιοτεχνίες υφαντουργίας μεταξιού. Σε μικρή απόσταση από τη Δ. βρίσκεται η λουτρόπολη Ρας ελ Μπαρ. Στην περιοχή της Δ. βρίσκονται οι εκβολές του ενός βραχίονα που σχηματίζει το δέλτα του Νείλου. Η Δ. στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν έδρα επισκοπής και μέχρι τις αρχές του 19ου αι. υπήρχε στην πόλη ελληνική παροικία, που συγκροτούσε κοινότητα υπό την αιγίδα του πατριαρχείου, το οποίο διατηρούσε εκεί ναό και συντηρούσε σχολείο. Στη Δ. λειτουργούσε εξάλλου και ελληνικό προξενείο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων στην πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο περίοδο, αλλά και αργότερα.
Dictionary of Greek. 2013.